Κουρτενέ

Κουρτενέ
(Courtenay). Επώνυμο γαλλικής οικογένειας, που καταγόταν από την ομώνυμη γαλλική κωμόπολη και έδρασε τη μεσαιωνική εποχή. Γενάρχης της ήταν ο Άθως, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, οχύρωσε την ιδιαίτερη πατρίδα του περίπου το 1010. Ο κλάδος των Κ. που δημιουργήθηκε από τους γιους του Άθω περιλάμβανε τον Ιοσελίνο Α’ τον Μεγάλο (;–1131), ο οποίος συμμετείχε στην Α’ Σταυροφορία με τον Στεφάν ντε Μπλουά (1091) και έγινε κυρίαρχος πολλών πόλεων που βρίσκονταν στις όχθες του Ευφράτη. Έχασε τις κτήσεις του κατά τον πόλεμο εναντίον των Σαρακηνών, οπότε έμεινε αιχμάλωτος στα χέρια τους για επτά χρόνια. Όταν απελευθερώθηκε, έγινε κόμης της Έδεσσας. Το 1143 ο σουλτάνος της Μοσούλης, Ζένκι, πολιόρκησε και κυρίευσε την Έδεσσα. Ο γιος και διάδοχος του Ιοσελίνου Α’, Ιοσελίνος Β’, προσπάθησε να την ανακτήσει αλλά απέτυχε και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε από τον Νουριντίν (1150) και μεταφέρθηκε στο Χαλέπι, όπου πέθανε από τη θλίψη του. Η κόρη του, Αγνή, και ο γιος του, Ιοσελίνος Γ’, αιχμαλωτίστηκαν από τους Σαρακηνούς. Η πρώτη έπειτα από εννέα χρόνια αιχμαλωσίας παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Αμορί, τον κατοπινό βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Ο Ιοσελίνος Γ’ απελευθερώθηκε από τον ανιψιό του, γιο της Αγνής, Βαλδουίνο Δ’, βασιλιά των Ιεροσολύμων. Έγινε θησαυροφύλακας του τελευταίου και το 1186 επίτροπος του ανήλικου Βαλδουίνου Ε’. Άλλος κλάδος της οικογένειας Κ. εγκαταστάθηκε στην Αγγλία στα χρόνια της βασιλείας του Ερρίκου Β’ όπου απέκτησε μεγάλη πολιτική ισχύ. Για σύντομο μάλιστα χρονικό διάστημα είχαν και δικαιώματα διαδοχής στον αγγλικό θρόνο, καθώς ένας από αυτούς, ο σερ Γουίλιαμ, παντρεύτηκε την κόρη του Εδουάρδου Δ’. Από τον κλάδο της οικογένειας Κ. που δημιουργήθηκε από την κόρη του Ιοσελίνου Κ., Ελισάβετ, με τον Πέτρο, γιο του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου του Παχύ, αρκετά μέλη διετέλεσαν αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Βλ. λ. Αικατερίνη Κουρτενέ· Βαλδουίνος (Όνομα δύο Λατίνων αυτοκρατόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας)· Πέτρος ντε Κουρτενέ· Ροβέρτος· Φίλιππος (Όνομα Λατίνων ηγεμόνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αικατερίνη Κουρτενέ — (Catherine de Courtenay,1274 – 1308). Επίτιμη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, κόρη του Φιλίππου Κουρτενέ και της Βεατρίκης Ανδηγαυικής και εγγονή του Βαλδουίνου Β’, Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Μετά τον θάνατο του πατέρα της (1285), τα… …   Dictionary of Greek

  • Αγνή — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η Αυστριακή (1280 – 1364). Κόρη του αυτοκράτορα Αλβέρτου A’ και της Ελισάβετ της Καρινθίας, σύζυγος από το 1296 του βασιλιά της Ουγγαρίας Ανδρέα Γ’. 2. Α. της Γαλλίας (1174 – 1220). Γαλλίδα πριγκίπισσα, κόρη του… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη Βαλουά — (Catherine de Valois, 1301 – 1346). Επίτιμη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, κόρη του Καρόλου Βαλουά και της Αικατερίνης Κουρτενέ. Το 1313 παντρεύτηκε τον Φίλιππο ντ’ Ανζού, ηγεμόνα του Τάραντα και πρίγκιπα της Αχαΐας, ο οποίος από τότε ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Βαλουά — I (Valois). Βασιλικός οίκος της Γαλλίας, που είχε την εξουσία από το 1328 έως το 1589, κλάδος του γαλλικού βασιλικού οίκου των Καπετιδών. Η δυναστεία άρχισε με τον Κάρολο, τριτότοκο γιο του Φιλίππου Γ’, στον οποίο το 1285 δόθηκε η κομητεία του Β …   Dictionary of Greek

  • Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • Θάμαρ — I Πόλη της Ιουδαίας. Αναφέρεται από τον γεωγράφο Πτολεμαίο ως Θαμάρ Θαμαρώ. Η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη. II Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Χαναναία. Παντρεύτηκε τον Hρ, πρωτότοκο γιο του Ιούδα και εγγονό του Ιακώβ. Όταν πέθανε ο Hρ χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • Ισαβέλλα της Ανγκουλέμης — (Isabella, 1186 – 1246). Σύζυγος του Άγγλου βασιλιά Ιωάννη του Ακτήμονα, κόρη του κόμη Αϊμάρ Γ’ και της Αλίκης του Κουρτενέ. Ο Ιωάννης ο Ακτήμονας την απήγαγε και την παντρεύτηκε (1200), ενώ ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με τον Ούγο Ι’ των Λουζινιάν.… …   Dictionary of Greek

  • Καβάσιλας — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 17 μ., 1.474 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 32 χλμ. ΒΔ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαστούνης. II Επώνυμο ιστορικών προσώπων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”